αναπλαστικός

αναπλαστικός
η , ό[ν]
1) преобразующий; 2) воспроизводящий (в памяти и т. п.); 3) восстанавливающий, регенерирующий; 4) мед. восстановительный (об операции и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναπλαστικός" в других словарях:

  • αναπλαστικός — ή, ό (Α ἀναπλαστικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην ανάπλαση, την αναμόρφωση 2. αυτός που αναφέρεται στην αναπλαστική* 3. ο χρήσιμος για απομίμηση προτύπου αρχ. αυτός που έχει δημιουργική φαντασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπλασις. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀναπλαστικόν — ἀναπλαστικός imaginative masc acc sg ἀναπλαστικός imaginative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπλαστικήν — ἀναπλαστικός imaginative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπλαστικάς — ἀναπλαστικά̱ς , ἀναπλαστικός imaginative fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»